- κριγή
- κρῐγή, ἡ, ([etym.] κρίζω)A gnashing of teeth, Sch.Ar.Av.1520:—also [full] κριγμός, Zonar.II shrieking,
νεκρῶν Hippon.54
.III κριγή· ἡ γλαύξ, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεκρῶν Hippon.54
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κριγή — κριγή, ἡ (Α) 1. το τρίξιμο τών δοντιών 2. το τρίξιμο που έκανε, κατά τις αρχαίες δοξασίες, η ψυχή όταν αποχωριζόταν από το σώμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γλαῡξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός τού κρίζω < θ. κριγ (πρβλ. ἔ κριγ ον, αόρ. β τού … Dictionary of Greek
κριγή — gnashing of teeth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ker-1, kor-, kr- — ker 1, kor , kr English meaning: a kind of sound (hoarse shrieking, etc..), *crane Deutsche Übersetzung: ‘schallnachahmung for heisere, rauhe Töne, solche Tierstimmen and die sie ausstoßenden Tiere” Note: Root ker 1, kor , kr : “a … Proto-Indo-European etymological dictionary
крик — род. п. а, кричать, укр. крик – то же, цслав. крикъ, сербохорв. кри̑к, словен. krȋk, чеш. křik. польск. krzyk, в. луж. křik, н. луж. ksik. Звукоподражание, родственное лит. krỹkšti пронзительно кричать, визжать , ščiù; kriksėti покрикивать … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κρίζω — (Α) 1. τρίζω 2. (για πρόσ.) κραυγάζω, ξεφωνίζω («ὥσπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότες», Αριστοφ.) 3. (στους Βοιωτούς) γελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κρίζω ανάγεται σε ονοματοποιία και εμφανίζει ρηματ. τύπους αντίστοιχους με εκείνους τού κράζω: ἔκριγον ἔκραγον,… … Dictionary of Greek